στεάτωμα

στεάτωμα
το, ΝΑ
νεοελλ.
1. ιατρ. κάθε όγκος που περιέχει λιπώδη ιστό, όπως είναι το ψευδαθήρωμα, το χολοστεάτωμα κ.ά.
2. ζωολ. γένος αραχνιδίων
αρχ.
στεατώδες οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + -ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στεάτωμα — sebaceous tumour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεάτωμα — το είδος σκληρού λιπώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεατωμάτων — στεάτωμα sebaceous tumour neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώμασι — στεάτωμα sebaceous tumour neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώμασιν — στεάτωμα sebaceous tumour neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώματα — στεάτωμα sebaceous tumour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώματι — στεάτωμα sebaceous tumour neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώματος — στεάτωμα sebaceous tumour neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατωμάτιον — τὸ, Α [στεάτωμα, ατος] μικρό στεάτωμα …   Dictionary of Greek

  • στεατοκήλη — η, ΝΑ νεοελλ. στεάτωμα* αρχ. λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο κήλη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”